- ἐνευκαιρεῖν
- ἐνευκαιρέωpass one's time inpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενευκαιρώ — ἐνευκαιρῶ, έω (AM) μσν. βρίσκω ευκαιρία, βρίσκω κατάλληλο, ευνοϊκό καιρό αρχ. μσν. περνώ τον καιρό μου, ασχολούμαι με κάτι («ἐνευκαιρεῑν διαβολαῑς», Φίλ.) … Dictionary of Greek